ξεζώνω

ξεζώνω
(αόρ. (ε)ξέζωσα, παθ. αόρ. ξεζώστηκα) μετ. распоясывать (кого-что-л.), снимать пояс (с кого-л.);

ξεζώνομαι — распоясываться, снимать с себя пояс;

ξεζώστηκα το σπαθί я снял с себя шпагу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεζώνω" в других словарях:

  • ξεζώνω — και ξεζούνω (Μ ξεζώνω) βγάζω τη ζώνη ή αφαιρώ οτιδήποτε φορώ στη μέση μου νεοελλ. μέσ. ξεζώνομαι μτφ. πέφτω με λαιμαργία σε άφθονο φαγητό και ποτό μσν. λύνω ή βγάζω από πάνω μου τα άρματα …   Dictionary of Greek

  • ξεζώνω — ξέζωσα, ξεζώστηκα, ξεζωσμένος, βγάζω τη ζώνη μου ή κάτι που το έχω γύρω από τη μέση μου: Ξεντύθη ο νιος, ξεζώστηκε και στο πηγάδι μπήκε (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ξέζωσμα — το [ξεζώνω] ξεζώσιμο …   Dictionary of Greek

  • ξέζωστος — και ξέζουστος, η, ο [ξεζώνω] 1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του 2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»