ξεζώνω — και ξεζούνω (Μ ξεζώνω) βγάζω τη ζώνη ή αφαιρώ οτιδήποτε φορώ στη μέση μου νεοελλ. μέσ. ξεζώνομαι μτφ. πέφτω με λαιμαργία σε άφθονο φαγητό και ποτό μσν. λύνω ή βγάζω από πάνω μου τα άρματα … Dictionary of Greek
ξεζώνω — ξέζωσα, ξεζώστηκα, ξεζωσμένος, βγάζω τη ζώνη μου ή κάτι που το έχω γύρω από τη μέση μου: Ξεντύθη ο νιος, ξεζώστηκε και στο πηγάδι μπήκε (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
ξέζωσμα — το [ξεζώνω] ξεζώσιμο … Dictionary of Greek
ξέζωστος — και ξέζουστος, η, ο [ξεζώνω] 1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του 2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος … Dictionary of Greek